σφαίρα

From LSJ

στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound

Source

Greek Monolingual

η / σφαῖρα, ΝΜΑ, και ιων. τ. σφαίρη Α
1. μαθημ. στερεό το οποίο περιορίζεται από επιφάνεια της οποίας όλα τα σημεία απέχουν εξίσου από ένα και το ίδιο σημείο το οποίο καλείται κέντρο
2. καθετί που έχει σχήμα σφαιρικό
3. σφαιρικό ή σφαιροειδές όργανο άθλησης και παιχνιδιού, κν. μπάλα («διὰ σφαίρας... ἐκπονῆσαι σῶμα», Γαλ.)
4. η Γη, η οποία ονομάστηκε έτσι λόγω του σφαιρικού της σχήματος
νεοελλ.
1. μαθημ. το σύνολο τών σημείων του χώρου τα οποία έχουν απόσταση από ένα σταθερό σημείο, το κέντρο της σφαίρας, μικρότερη ή ίση με έναν δεδομένο αριθμό, την ακτίνα
2. (αθλ.) σφαιροβολία
3. κοινή ονομασία για το βλήμα τών φορητών όπλων
4. μτφ. πεδίο, περιοχή δράσης ή επίδρασης κάποιου («δεν ανήκει στη σφαίρα της επιστήμης»)
5. φρ. α) «σφαίρα είναι και γυρίζει» — λέγεται για να δηλώσει την αστάθεια τών ανθρώπινων πραγμάτων
β) «υδρόγειος [ή γήινη] σφαίρα» — η Γη ως ουράνιο σώμα αλλά και ως εποπτικό όργανο που χρησιμοποιείται στη μελέτη και τη διδασκαλία της γεωγραφίας
γ) «γυάλινη σφαίρα» — σφαιρικό αντικείμενο από διάφανο γυαλί που χρησιμοποιείται στη μαντεία
δ) «σφαίρα αστραπής»
(μετεωρ.) σπάνιο μετεωρολογικό φαινόμενο που συνίσταται στην εμφάνιση μίας ή περισσότερων λαμπερών σφαιρών που αιωρούνται, φαινόμενο που παρατηρείται κατά τη διάρκεια τών καταιγίδων και συνήθως μετά από μια κοινή αστραπή
ε) «σφαίρα επιρροής»
ί) ο κοινωνικός ή γεωγραφικός χώρος τον οποίο επηρεάζει κάποιος
ii) η πολιτική, οικονομική ή πολιτιστική διείσδυση ενός κράτους σε άλλο ή σε ευρύτερη περιοχή του κόσμου, αλλ. ζώνη επιρροής
στ) «κρικωτή σφαίρα»
αστρον. πρώιμο αστρονομικό όργανο το οποίο χρησιμοποιήθηκε για την απεικόνιση τών μεγάλων κύκλων της ουράνιας σφαίρας
ζ) «ουράνια σφαίρα»
αστρον. βλ. ουράνιος
αρχ.
1. χάπι
2. ένα μέτρο ποσότητας
3. είδος βασανιστικού οργάνου
4. όργανο τών αρχαίων πυγμάχων, πιθανώς είδος σιδερένιας σφαίρας την οποία έφεραν οι πυγμάχοι στα χέρια τους τυλιγμένη με ειδικά καλύμματα, τα λεγόμενα επισφαίρια
5. φρ. α) «σφαίρα ποιώ τήν ούσίαν» — κατασπαταλώ την περιουσία (Αλεξ.)
β) «αἱ πλανώμεναι σφαῖραι» — οι σφαίρες τών πλανητών (Πλούτ.)
γ) «ἡ ορθὴ σφαῖρα» — ο ουράνιος θόλος, όπως αυτός είναι ορατός από παρατηρητή που βρίσκεται στον Ισημερινό (Κατ. Αστρλ. Κ.)
δ) «σφαῖρα ἀπλανής» ή «ἡ τῶν ἀπλανῶν σφαῖρα» — η κοίλη σφαίρα τών απλανών αστέρων (Πρόκλ.)
ε) «αἱ σφαῖραι τῶν ὀμμάτων» — οι βολβοί τών ματιών (Αριστοτ.)
στ) «σφαῖραι θαλάττιαι» — αχινοί (Αριστοτ.)
ζ) «πλατάνου σφαῖραι» — τα κυλινδρικά σπέρματα του πλατάνου (Διοσκ.)
η) «ἡ διὰ τῆς σφαίρας ὄρχησις» — είδος χορού κατά τον οποίο οι χορευτές πετούσαν ψηλά μια μπάλα και αναπηδώντας τήν έπιαναν καθώς αυτή κατέβαινε Αθήν..
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. σφαίρα (σφᾰρ- με επένθεση, πρβλ. μοῖρα, σφῦρα) ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα (s)p(h)r- της ΙΕ ρίζας (s)p(h)er«πηδώ, κλοτσώ, σπαρταρώ» (βλ. λ. σπαίρω) και εμφανίζει δασύ -φ-, πιθ. για εκφραστικούς λόγους. Σημασιολογικά, ο τ. δεν γεννά δυσχέρειες, αφού η έννοια της κίνησης ενυπάρχει τόσο στη λ. σφαῖρα όσο και στην αρχική σημ. της ρίζας. Η λ., τέλος, συνδέεται και με τ. που ανάγονται επίσης στη συνεσταλμένη βαθμίδα της ίδιας ρίζας με φωνηεντισμό -υ- (πρβλ. σφῦρα, σπύραθος).
ΠΑΡ. σφαιρίζω, σφαιρικός
αρχ.
σφαίρειος, σφαιρεύς, σφαιρηδόν, σφαιρητικός, σφαιρῖτις, σφαιρών
αρχ.-μσν.
σφαιρίον
μσν.- νεοελλ.
σφαιρίδιο(ν).
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) σφαιροειδής, σφαιροθήκη
αρχ.
σφαιράρχης, σφαιρογραφία, σφαιροθεσία, σφαιρομάχος, σφαιροπαίκτης, σφαιροποιός
αρχ.-μσν.
σφαιροκύλιστος, σφαιρόμορφος
(μσν. σφαιροδρόμος, σφαιροκύλισις, σφαιροσύνθετος, σφαιρουργία
νεοελλ.
σφαιράγρα, σφαιράνθεμο, σφαιροβόλος, σφαιρόδερμα, σφαιροζυμη, σφαιρόζωο, σφαιροκέφαλος, σφαιροκρύσταλλοι, σφαιρομετρία, σφαιρόμετρο, σφαιροπλέα, σφαιρόπλτικτρο, σφαιροσιδηρίτης, σφαίροψις. (Β' συνθετικό) οκτάσφαιρος
αρχ.
αδρόσφαιρος, εννεάσφαιρος, εύσφαιρος, κακόσφαιρος, μεσόσφαιρος
νεοελλ.
αλεξίσφαιρος, αμφίσφαιρος, άσφαιρος, ένσφαιρος, εξάσφαιρος, πεντάσφαιρος, τετράσφαιρος].