φιλόκοινος
English (LSJ)
ον,
A liking to share the common lot, AP9.546 (Antiphil.). II loving the common weal, τὸ φ. Sch. S.OT669.
German (Pape)
[Seite 1281] das Gemeine liebend, Antiphil. 44 (IX, 546).
Greek (Liddell-Scott)
φῐλόκοινος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τὸν κοινόν, τὴν κοινωνίαν, Ἀνθ. Παλατ. 9. 546. ΙΙ. τὸ φιλόκοινον, ἡ πρὸ τὸ κοινὸν καλὸν ἀγάπη, Σχόλ. εἰς Σοφ. Οἰδ. Τύρ. 669.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui aime la communauté, le partage.
Étymologie: φίλος, κοινός.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
1. αυτός που του αρέσουν οι κοινωνικές συναναστροφές, κοινωνικός
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλόκοινον
η αγάπη για τις κοινωνικές συναναστροφές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + κοινός.