φιλόκοινος

Revision as of 12:55, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)

English (LSJ)

ον,

   A liking to share the common lot, AP9.546 (Antiphil.).    II loving the common weal, τὸ φ. Sch. S.OT669.

German (Pape)

[Seite 1281] das Gemeine liebend, Antiphil. 44 (IX, 546).

Greek (Liddell-Scott)

φῐλόκοινος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τὸν κοινόν, τὴν κοινωνίαν, Ἀνθ. Παλατ. 9. 546. ΙΙ. τὸ φιλόκοινον, ἡ πρὸ τὸ κοινὸν καλὸν ἀγάπη, Σχόλ. εἰς Σοφ. Οἰδ. Τύρ. 669.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui aime la communauté, le partage.
Étymologie: φίλος, κοινός.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
1. αυτός που του αρέσουν οι κοινωνικές συναναστροφές, κοινωνικός
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλόκοινον
η αγάπη για τις κοινωνικές συναναστροφές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + κοινός.