A attonsus, Gloss. (sed leg. ψιλόκουρος).
φῐλόκουρος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τὴν κουράν, Γλωσσ.
-ον, ΜΑαυτός που του αρέσει να είναι κουρεμένος.[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -κουρος (< κουρά «κούρεμα»), πρβλ. πρωτό-κουρος].