φιλόκουρος

Revision as of 12:55, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)

English (LSJ)

   A attonsus, Gloss. (sed leg. ψιλόκουρος).

Greek (Liddell-Scott)

φῐλόκουρος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τὴν κουράν, Γλωσσ.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
αυτός που του αρέσει να είναι κουρεμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -κουρος (< κουρά «κούρεμα»), πρβλ. πρωτό-κουρος].