φιλόκουρος
From LSJ
οὐχὶ σοῦσθ'; οὐκ ἐς κόρακας; οὐκ ἄπιτε; παῖε τῷ ξύλῳ → You will not go? The plague seize you! Will you not clear off? Hit them with your stick!
English (LSJ)
attonsus, Glossaria (sed leg. ψιλόκουρος).
Greek (Liddell-Scott)
φῐλόκουρος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τὴν κουράν, Γλωσσ.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
αυτός που του αρέσει να είναι κουρεμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -κουρος (< κουρά «κούρεμα»), πρβλ. πρωτόκουρος].