φιλόκουρος

From LSJ

οὐχὶ σοῦσθ'; οὐκ ἐς κόρακας; οὐκ ἄπιτε; παῖε τῷ ξύλῳ → You will not go? The plague seize you! Will you not clear off? Hit them with your stick!

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλόκουρος Medium diacritics: φιλόκουρος Low diacritics: φιλόκουρος Capitals: ΦΙΛΟΚΟΥΡΟΣ
Transliteration A: philókouros Transliteration B: philokouros Transliteration C: filokouros Beta Code: filo/kouros

English (LSJ)

attonsus, Glossaria (sed leg. ψιλόκουρος).

Greek (Liddell-Scott)

φῐλόκουρος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τὴν κουράν, Γλωσσ.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
αυτός που του αρέσει να είναι κουρεμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -κουρος (< κουρά «κούρεμα»), πρβλ. πρωτόκουρος].