τυμπανεύς

Revision as of 12:55, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (42)

English (LSJ)

έως, ὁ,

   A hollow drum, barrel, Hero *Mens.13.

Greek Monolingual

-έως, ὁ, Α
το κοίλο τμήμα τυμπάνου ή βαρελιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τύμπανον + κατάλ. -εύς (πρβλ. χυτρ-εύς)].