φορολογῶ, -έω, Ν ΜΑ φορολόγοςεπιβάλλω φόρους ή δασμούς (α. «η κυβέρνηση φορολογεί και τους αγρότες με χαμηλό εισόδημα» β. «πολλὰ μέρη τῆς Σικελίας ἐφορολόγουν», Πολ.)μσν.-αρχ.εισπράττω τους φόρους.