χανδοπότης

Revision as of 12:55, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A toper, AP11.59 (Maced.).

Greek (Liddell-Scott)

χανδοπότης: -ου, ὁ, ὁ χανδόν, ἢ ἀθρόως ἢ ἀκορέστως πίνων, μέθυσος, χανδοπόται, βασιλῆος ἀεθλητῆρος Ἰάκχου Ἀνθ. Παλατ. 11. 59.

Greek Monolingual

ὁ, Α
μέθυσος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. χανδόν + πότης.