συνεξαπατώ

Revision as of 12:55, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

Greek Monolingual

-άω, Α
1. εξαπατώ μαζί ή με τον ίδιο τρόπο με κάποιον
2. (το αρσ. μτχ. ενεστ. ως κύριο όν.) Συνεξαπατῶν
τίτλος κωμωδίας του Βάτωνος.

Greek Monolingual

-άω, Α
1. εξαπατώ μαζί ή με τον ίδιο τρόπο με κάποιον
2. (το αρσ. μτχ. ενεστ. ως κύριο όν.) Συνεξαπατῶν
τίτλος κωμωδίας του Βάτωνος.