τοιχορύκτης

Revision as of 12:55, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A = τοιχωρύχος, Sch.Pi.metr.p.13 Boeckh, Phot., Suid.

German (Pape)

[Seite 1125] ὁ, = τοιχωρύχος, vgl. Lob. Phryn. p. 232.

Greek (Liddell-Scott)

τοιχορύκτης: -ου, ὁ, = τοιχωρύχος, Ἰω. Χρυσ. Χ, 91D, ἔνθα τοιχωρύκτης, Λοβέκ. εἰς Φρύν. 232.

Greek Monolingual

και τοιχωρύκτης, ὁ, Α
τοιχωρύχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τοῖχος + ὀρυκτης (< ὀρύσσω «σκάβω»), πρβλ. φρεατ-ορύκτης].