τσατμάς

Revision as of 12:55, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (42)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο, Ν
λεπτός τοίχος από δοκάρια, τα κενά μεταξύ τών οποίων συμπληρώνονται με πλίνθους, ή από ξύλινους πήχεις καλυμμένους με κονίαμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. catma].