κονίαμα
ἀλλὰ τί ἦ μοι ταῦτα περὶ δρῦν ἢ περὶ πέτρην → why all this about trees and rocks, why all these things we have nothing to do with
English (LSJ)
Ion. κονίημα, κονιάματος, τό, stucco, plaster, Hp.Epid.7.11, Arist.GA726b27, Col.791b27, 794b32, Thphr. CP 4.16.1, PSI5.545.19 (iii B.C.), etc.: in plural, οἰκοδομαὶ πολυτελεῖς καὶ κονιάματα D.S.20.8; also, whitewashing, D.13.30.
German (Pape)
[Seite 1481] τό, Anstrich mit Kalktünche; ὥσπερ ὅταν ἀποπέσῃ τὸ ἐναλειφθὲν τοῦ κονιάματος εὐθύς Arist. gen. anim. 1, 19; – ein Estrich, ausgelegter Fußboden, Heges. bei Ath. XIII, 584 b; – von Reparaturen an Gebäuden, Dem. 13, 30; vgl. aber die unter κονιάω angeführte Stelle, die im Übrigen dieser entspricht; καὶ οἰκοδομαί D. Sic. 20, 8.
French (Bailly abrégé)
κονιάματος (τό) :
enduit de chaux, particul. crépissage d'un mur.
Étymologie: κονιάω.
Russian (Dvoretsky)
κονίᾱμα: κονιάματος τό
1 тж. pl. слой известки, штукатурка (τὰ ἐν τοῖς τοίχοις κονιάματα Arst.);
2 pl. ремонт здания, побелка Dem.
Greek (Liddell-Scott)
κονίᾱμα: Ἰων. -ημα, τό, (κονιάω) ἀσβέστωμα, Ἱππ. 1212F, Ἀριστοφ. π. Ζ. Γεν. 1. 19. 8, π. Χρωμ. 1, 11., 5, 4, Θεόφρ., κλ.· ― ἐν τῷ πληθ., μικραὶ ἐπισκευαί, ἀσβεστώματα, Δημ. 175. 4.
Greek Monolingual
το (Α κονίαμα, ιων. τ. κονίημα κονιώ
νεοελλ.
1. μίγμα από λεπτόκοκκη άμμο, νερό και κονία, που συνήθως είναι ασβέστης ή τσιμέντο, το οποίο χρησιμοποιείται ως συνδετικό υλικό στην τοιχοποιία, κν. λάσπη
2. το επίχρισμα με τέτοιο μίγμα, ο σοβάς
αρχ.
μικρή επισκευή, ασβέστωση («ἀγροικίαι τε συνεχεῖς ὑπῆρχον οἰκοδομαῖς πολυτελέσι καὶ κονιάμασι διαπεπονημέναι», Διόδ.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κονίαμα κονιάματος, τό, Ion. κονίημα κονιάω pleisterwerk.