υδροσκόπος
Greek Monolingual
ο / ὑδροσκόπος, ΝΑ
αυτός που έχει την ικανότητα να καθορίζει τις θέσεις τών υπόγειων αποθεμάτων νερού για την κατασκευή φρεάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο)- + -σκόπος (< σκοπός < σκέπτομαι), πρβλ. οιωνο-σκόπος].
ο / ὑδροσκόπος, ΝΑ
αυτός που έχει την ικανότητα να καθορίζει τις θέσεις τών υπόγειων αποθεμάτων νερού για την κατασκευή φρεάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο)- + -σκόπος (< σκοπός < σκέπτομαι), πρβλ. οιωνο-σκόπος].