υπίατρος

Revision as of 12:55, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (43)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο, Ν
στρ. βαθμός αξιωματικού του υγειονομικού, αντίστοιχος του υπολοχαγού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)- + ιατρός. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως του Βασιλείου της Ελλάδος].