ιατρός
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
Greek Monolingual
και γιατρός, ο, η, και γιατρίνα και γιάτρισσα (ΑΜ ἰατρός, Α ιων. τ. ἰητρός)
1. ο ειδικός στη διάγνωση και θεραπεία τών νόσων (α. «ἰητρὸς γὰρ ἀνὴρ πολλῶν ἀντάξιος ἄλλων», Ομ. Ιλ.
β. «κράζει γοργὸν τοὺς ἰατρούς», Πρόδρ.)
2. αυτός που έχει εξειδικευθεί σε κάποιον κλάδο της ιατρικής (α. «ιατρός δερματολόγος» β. «οἱ μὲν γὰρ ὀφθαλμῶν ἰητροὶ κατεστέασι, oἱ δὲ κεφαλῆς, οἱ δὲ ὀδόντων», Ηρόδ.)
3. αυτός που καταπραΰνει τα ψυχικά πάθη («εὐφροσύνα πόνων... ἰατρός», Πίνδ.)
4. φρ. (για τον θεό) «ἰατρὸς τῶν ψυχῶν καὶ τῶν σωμάτων ἡμῶν» — σωτήρας τών ψυχών και τών σωμάτων μας, λυτρωτής μας
αρχ.
1. το θηλ. ἡ ἰατρός
η μαία
2. φρ. α) «ἰατρῶν παῖδες» — ιατροί
β) «γῆς ἰατρός» — γεωργός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. γιατρός.
ΠΑΡ. ιατρικός
αρχ.
ιάτρια, ιατρίνη
(αρχ. -μσν.) ιάτραινα, ιατρεύω
μσν.
ιατρίσκος.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) ιατρομαθηματικός, ιατροσόφι(ον), ιατροσοφιστής, ιατροφιλόσοφος
αρχ.
ιατραλείπτης, ιατροκαύτης, ιατροκλύστης, ιατρολογώ, ιατρόμαια, ιατρόμαντις, ιατρονίκης, ιατροτέχνης, ιατροτομεύς
μσν.
ιατροσοφία
νεοελλ.
ιατρογυμναστής, ιατροδικαστής, ιατρομηχανική, ιατρόσημο, ιατροσυμβούλιο, ιατροφυσική, ιατροχημεία, ιατροχημικός. (Β' συνθετικό) κτηνίατρος
αρχ.
ανίατρος, αρχιΐατρος, ιπποΐατρος, λογίατρος, φιλίατρος, φιλοΐατρος
νεοελλ.
ανθυπίατρος, ανθυποκτηνίατρος, αρχίατρος, αρχικτηνίατρος, αστίατρος, αστυκτηνίατρος, επίατρος, επικτηνίατρος, ιππίατρος, νευροψυχίατρος, νομίατρος, νομοκτηνίατρος, οδοντίατρος, οφθαλμίατρος, παιδίατρος, σχολίατρος, υπίατρος, υποκτηνίατρος, ψυχίατρος].