φιλελευθερία

Revision as of 12:55, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η, Ν
αγάπη για την ελευθερία, φιλελευθερισμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλελεύθερος. Η λ. μαρτυρείται από το 1761 στον Ιώσηπο Μοισιόδακα].