φιλελεύθερος
τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόν → what is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful
English (LSJ)
ον, loving freedom, liberal, Plb. 4.30.5; πόλις Plu. Tim. 2, etc.; τὸ φ. Plb. 2.55.9, DS. 2.1, DH. 11.15 (cf. φιλελευθέριος), etc.
German (Pape)
[Seite 1275] Freiheit liebend; Pol. 4, 30, 5; Plut. Timol. 2.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui aime la liberté.
Étymologie: φίλος, ἐλεύθερος.
Russian (Dvoretsky)
φιλελεύθερος: свободолюбивый Polyb., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλελεύθερος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τὴν ἐλευθερίαν, φίλος αὐτῆς, Πολύβ. 4. 30, 5, Πλούτ., κλπ.· τὸ φιλελεύθερον Πολύβ. 2. 55, 9, Διόδ., κλπ.
Greek Monolingual
-η, -ο / φιλελεύθερος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που αγαπά την ελευθερία
νεοελλ.
1. οπαδός του φιλελευθερισμού
2. φρ. «φιλελεύθερη σχολή» — οικονομική σχολή που πιστεύει στον οικονομικό φιλελευθερισμό, το σύστημα τών θεωριών που έχουν ως αφετηρία την πλήρη ελευθερία της οικονομικής δράσης του ατόμου, την απεριόριστη ιδιωτική πρωτοβουλία και πιο συγκεκριμένα την αρχή βάσει της οποίας η οικονομία πρέπει να διέπεται από τους νόμους της ελεύθερης αγοράς, όπου οι τιμές τών αγαθών, οι μισθοί και τα κέρδη πρέπει να προσδιορίζονται από τη συσχέτιση της προσφοράς και της ζήτησης, χωρίς κρατικούς παρεμβατισμούς
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλελεύθερον
η φιλελευθερία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + ελεύθερος].