τσίνισμα

Revision as of 12:55, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (42)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το, Ν
1. (για υποζύγιο) λάκτισμα, κλοτσιά
2. μτφ. (για πρόσ.) α) εξοργισμός
β) δυσανασχέτηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τσινώ + κατάλ. -ισμα (< ρ. σε -ίζω)].