τραπεζοκόρος
Greek (Liddell-Scott)
τρᾰπεζοκόρος: -ον, (ἐκ τοῦ κορέννυμι) ὁ κορεννύμενος ἐκ τῆς τραπέζης ἑτέρου, ἢ (ἐκ τοῦ κορέω) ὁ σαρώνων, καθαρίζων τὴν τράπεζαν, ἐπίθετον τῶν παρασίτων, Ψευδοφωκυλ. 91.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
αυτός που χορταίνει με τα φαγητά τών άλλων, παράσιτος ή, κατ' άλλους, αυτός που καθαρίζει το τραπέζι τών άλλων για να αποκτήσει την εύνοιά τους, κόλακας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τράπεζα + -κόρος (< κόρος < κορέννυμι «γεμίζω, χορταίνω»)].