και τυλικτός, -ή, -ό, Ν τυλίγω1. (κυρίως για ταινία, νήμα, ύφασμα) αυτός που έχει τυλιχθεί, που έχει περιελιχθεί2. το ουδ. ως ουσ. το τυλιχτόείδος εδέσματος με κρέας τυλιγμένο σε φύλλα κρούστας.