τάρχεα

Revision as of 12:56, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και ταρχώματα και ταρχῶα Α
σε σχόλ. της Ομ. Ιλ.) πιθ. όσα είναι καθιερωμένο να γίνονται στους νεκρούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ταρχύω.