ταρχύω

From LSJ

τὸν θάνατον τί φοβεῖσθε, τὸν ἡσυχίης γενετῆρα, τὸν παύοντα νόσους καὶ πενίης ὀδύνας → why fear ye death, the parent of repose, who numbs the sense of penury and pain

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ταρχύω Medium diacritics: ταρχύω Low diacritics: ταρχύω Capitals: ΤΑΡΧΥΩ
Transliteration A: tarchýō Transliteration B: tarchyō Transliteration C: tarchyo Beta Code: tarxu/w

English (LSJ)

A.R.3.208: fut. -ύσω Il.16.456: Ep.aor. τάρχῡσα Q.S.1.801, etc.:—Med., aor. ἐταρχῡσάμην Nonn. D. 37.96, Ep. ταρχ- A.R. 1.83:—Pass., Ep. aor. ταρχύθην [ῡ] AP7.176 (Antiphil.); part. -θεῖσαν Lyc.369: pf. τετάρχῡμαι IG14.1374:—bury solemnly, ὄφρα ἓ ταρχύσωσι Il.7.85; ἓ ταρχύσουσι τύμβῳ τε στήλῃ τε 16.456; θανοῦσαν.. τήνδ' ὑπὸ βῷλον ταρχύσας Supp.Epigr.2.874.8 (Egypt): metaph., οὔνομα τ. AP7.537 (Phan.). (Cf. ταρχάνιον, τάρχανον, τέρχνεα, and perhaps τριχῶσαι: prob. not connected with ταριχεύω . [ῡ in all tenses.]

German (Pape)

[Seite 1072] (kürzere Form für ταριχεύω), feierlich bestatten, begraben; νέκυν, Il. 7, 85; ἓ ταρχύσουσι τύμβῳ τε στήλῃ τε, 16, 456. 674; sp. D., wie Antiphil. (VII, 176), Ap. Rh. 2, 838, χθονὶ θηλυτέρας 3, 208, auch med., 4, 1500.

French (Bailly abrégé)

f. ταρχύσω, ao. ἐτάρχυσα, pf. inus.
Pass. ao. ἐταρχύθην, pf. τετάρχυμαι;
rendre les derniers devoirs : τινα à qqn ; τύμβῳ IL en lui élevant un tombeau.
Étymologie: DELG emprunt au lycien.

Russian (Dvoretsky)

ταρχύω: (ῡ) (aor. pass. ταρχύθην с ῡ Anth.) торжественно хоронить, погребать (τινὰ τύμβῳ Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ταρχύω: μέλλ. -ύσω Ἰλ.: Ἐπικ. ἀόρ. τάρχῡσα Κόϊντ. Σμ. 1. 801, κλπ. - Μέσ., ἀόρ. ἐταρχῡσάμην Νόνν. Δ. 37. 96, Ἐπικ. ταρχ· Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 83. - Παθητ., Ἐπικ. ἀόρ. ταρχύθην [ῡ] Ἀνθ. Π. 7. 176, Λυκόφρ.· πρκμ. τετάρχῡμαι Welcker Syll. σ. 69. Θάπτω ἢ κηδεύω σεμνοπρεπῶς, ὄφρα ἓ ταρχύσωσι Ἰλ. Η. 85· ἓ ταρχύσουσι τύμβῳ τε στήλῃ τε Π. 456, 674· - μεταφορ., τ. οὔνομα Ἀνθ. Π. 7. 537. (Ἐντεῦθεν ἀτάρχυτος ὁ Ἡσύχ. ἔχει καὶ τάρχη = τάραξις· ταρχάνιον = ἐντάφιον· τάρχανον = πένθος, κῆδος· ἀλλὰ τὸ ταρχύω φαίνεται τύπος συντομώτερος τοῦ ταριχεύω, ὡς ταρχηρὸς ἀντὶ ταριχηρός). [ῡ ἐν ἅπασι τοῖς χρόνοις, Ἰλ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 838, Γ. 208].

English (Autenrieth)

fut. ταρχύσουσι, aor. subj. ταρχῦσωσι: solemnly bury. (Il.)

Greek Monolingual

Α
θάβω, κηδεύω κάποιον σεμνοπρεπώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθανότατα για δάνειο από γλώσσα της Μικράς Ασίας. Κατά μία άποψη, το ρ. συνδέεται με τα θεωνύμια λυκιακά trqqas και λουβιτικά Tarhund-, που ανάγονται στη ρίζα του χεττιτ. ρ. tarh- «νικώ». Σύμφωνα με αυτήν την άποψη, αρχική σημ. του ρ. ταρχύω θα ήταν η «φέρομαι σε κάποιον σαν σε θεό». Παράλληλα με το ρ. ταρχύω μαρτυρούνται και ορισμένοι τ., οι οποίοι πιθανότατα να μην είναι σωστά παραδεδομένοι: ταρχάνιον
ἐντάφιον, τέρχανον και τάρχανον
πένθος, τάρχεα, ταρχώματα, ταρχῶα, στερχανά, ἐπίταρχον. Η σύνδεση, τέλος, του ρ. με τα τάριχος, ταριχεύω δεν ικανοποιεί ούτε από μορφολογική ούτε και από σημασιολογική άποψη].

Greek Monotonic

ταρχύω: μέλ. ταρχύσω — Παθ., Επικ. αορ. ταρχύθην [ῡ], σε Ανθ.· θάβω σεμνοπρεπώς, κηδεύω με κατάνυξη, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

ταρχύω,
to bury solemnly, Il.

Frisk Etymology German

ταρχύω: (A. R. 3, 208),
{tarkhúō}
Forms: Fut. -ύσω (H456 = 674), Aor.-ῦσαι (H85, Q.S. u.a.), Med. -ύσασθαι (A. R., Nonn.), Pass. -υθῆναι (Lyk., AP), Perf. Pass. τετάρχυμαι (sp. Versinschr.)
Grammar: v.
Meaning: bestatten;
Composita: ἀτάρχυτος unbestattet (Ps.-Phokyl., Lyk.).
Derivative: Daneben mehrere H.-glossen: ταρχάνιον· ἐντάφιον, ἐπίταρχον· ἐπιτάφιον, ἐντάφιον, τέρχανον· πένθος, κῆδος, τέρχνεα· ... ἐνταφια, στέρχανα· περίδειπνον. Ἠλεῖοι. Auch τάρχεα und ταρχώματα = τὰ νομισμένα τοῖς νεκροῖς (Sch. A und B zu H 85).
Etymology: Nicht sicher erklärt. Seit langem (Curtius 729 mit Lobeck) zu τάριχος, -εύω einpökeln, einbalsamieren gezogen (so noch Specht Ursprung 165 f. mit unglaubhafter Wurzelanalyse und Nilsson Gr. Rel. 1, 375 A. 6), was sowohl formal wie semantisch auf Schwierigkeiten stößt, s. Hoffmann Festschr. Bezzenberger 81 f. Von anderen als orient. LW betrachtet, u. zw. zunächst zu lyk. trqqas, trqqñti, das als N. eines Gottes oder als Appellativum Gott auf luv. Tarḫund- N. des Wettergottes (zu heth. tarḫ- besiegen, bezwingen) zurückgeführt wird; urspr. Bed. somit deifizieren, wie einen Gott ehren? (Heubeck Praegraeca 81, Würzb. Jb. 4, 214 mit weiterer Lit., u.a. Blümel Glotta 15, 78ff. [m. ausführl. Behandlung], Kretschmer Glotta 28, 104ff.). Etwas abweichend Carratelli Arch. glottol. it. 39, 78ff.: Tarḫu- eig. ein chthoninischer Gott(?). — Noch anders Hoffmann a. O.: zu στορχάζειν einschließen.
Page 2,858-859