τα, Ν1. μέρος όπου μπορεί κανείς να γκρεμιστεί2. φρ. «σύρε [ή άει ή άμε] στα τσακίδια» — φύγε να μην σέ βλέπω, εξαφανίσου.[ΕΤΥΜΟΛ. < τσακίζω + κατάλ. -ίδια (πρβλ. πριον-ίδια)].