τσακίδια

From LSJ

πρέπει γὰρ τοὺς παῖδας ὥσπερ τῆς οὐσίας οὕτω καὶ τῆς φιλίας τῆς πατρικῆς κληρονομεῖν → it is right that children inherit their fathers' friendships just as they would their possessions

Source

Greek Monolingual

τα, Ν
1. μέρος όπου μπορεί κανείς να γκρεμιστεί
2. φρ. «σύρε [ή άει ή άμε] στα τσακίδια» — φύγε να μην σέ βλέπω, εξαφανίσου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τσακίζω + κατάλ. -ίδια (πρβλ. πριονίδια)].