τετράσχιστος

Revision as of 12:56, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)

English (LSJ)

ον,

   A split or parted into four, Gloss.

German (Pape)

[Seite 1099] vierspaltig, viertheilig (?).

Greek (Liddell-Scott)

τετράσχιστος: -ον, ἐσχισμένος ἢ διῃρημένος εἰς τέσσαρα μέρη, Γλωσσ.

Greek Monolingual

-ον, Α
σχισμένος ή διαιρεμένος σε τέσσερα κομμάτια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + σχιστός (< σχίζω), πρβλ. πολύ-σχιστος].