τολμηρότητα

Revision as of 12:56, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η, Ν
το να είναι κανείς τολμηρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τολμηρός. Η λ., στον λόγιο τ. τολμηρότης, μαρτυρείται από το 1898 στην εφημερίδα Ακρόπολις].