συνηθία

Revision as of 12:56, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)

English (LSJ)

ἡ,

   A = συνήθεια, Hdn.Gr.1.292.

Greek (Liddell-Scott)

συνηθία: ἡ, = συνήθεια, «συνήθεια καὶ συνηθία» Ἀρκάδ. 195˙ μισθὸς στρατιώτου, Συλλ. Ἐπιγρ. 5817. b. 29.

Greek Monolingual

ἡ, Α
(μτγν. τ.) βλ. συνήθεια.