συνταρακτικός

Revision as of 12:56, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν
αυτός που συνταράσσει («έμαθα συνταρακτικά νέα»).
επίρρ...
συνταρακτικά Ν
με τρόπο που συνταράσσει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συνταράσσω + κατάλ. -ικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1867 στον Δανιήλ Πετρούλια].