συνταγματικότητα

Revision as of 12:56, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η, Ν
η ιδιότητα του συνταγματικού, το να είναι κάτι σύμφωνο με τις διατάξεις του συντάγματος («αμφισβητείται η συνταγματικότητα του νέου νόμου»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συνταγματικός. Η λ., στον λόγιο τ. συνταγματικότης, μαρτυρείται από το 1831 στην εφημερίδα Απόλλων].