συνορεύω

Revision as of 12:56, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

Ν σύνορο
1. έχω κοινά σύνορα με κάποιον, είμαι όμορος
2. φρ. «συνορεύουσα ζώνη»
ναυτ. η διαχωριστική θαλάσσια ζώνη μεταξύ τών χωρικών και τών διεθνών υδάτων.