σύνορο
From LSJ
Ξένῳ μάλιστα συμφέρει τὸ σωφρονεῖν → Bene se modeste gerere peregrinum decet → Den größten Nutzen bringt dem Gast Bescheidenheit
Greek Monolingual
το / σύνορον, ΝΜ
όριο, διαχωριστική γραμμή ανάμεσα σε δύο τόπους, το τέρμα μιας έκτασης (α. «φθάνουν ώς εκεί που φθάνει ο αχός στα σύνορα του κόσμου και του ονείρου», Ζέρβ.
β. «μέχρις αυτών συνόρων Τριπόλεως έφθακώς», Άνν. Κομν.)
νεοελλ.
1. στον πληθ. τα σύνορα
α) η μεθόριος και η κοντά σε αυτήν περιοχή ενός κράτους («δεν του επέτρεψαν να περάσει τα σύνορα»)
β) (ως επίρρ., χωρίς αρθρ.) (στον Σολωμ.) ώς τα σύνορα
2. φρ. «φυσικά σύνορα» — σύνορα που τίθενται από την ίδια τη φύση, όπως είναι τα βουνά, οι λίμνες, οι ποταμοί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του ουδ. του επιθ. σύνορος.