σφενδονιστής

Revision as of 12:56, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A = -ήτης, Them.Or.11.152c.

Greek (Liddell-Scott)

σφενδονιστής: -ίτης, συχνὴ διάφορ. γραφὴ ἀντὶ σφενδονήτης.

Greek Monolingual

ο, NA σφενδονίζω
στρατιώτης τών αρχαίων χρόνων οπλισμένος με σφενδόνη.