[ῑ], ου, ὁ, = sq., Gloss., v.l. in Act.Ap.19.25.
συντεχνίτης: [ῑ], -ου, ὁ, = τῷ ἑπομ., Γλωσσ.
ο, ΝΑ, θηλ. συντεχνίτις, -ιδος, και συντεχνίτισσα, Νσύντεχνος, ομότεχνος.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + τεχνίτης (< τέχνη)].