συντεχνίτης

Revision as of 12:56, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ, = sq., Gloss., v.l. in Act.Ap.19.25.

Greek (Liddell-Scott)

συντεχνίτης: [ῑ], -ου, ὁ, = τῷ ἑπομ., Γλωσσ.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ, θηλ. συντεχνίτις, -ιδος, και συντεχνίτισσα, Ν
σύντεχνος, ομότεχνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + τεχνίτης (< τέχνη)].