συντεχνίτης

From LSJ

Εὔπειστον ἀνὴρ δυστυχὴς καὶ λυπούμενος → Concinnat luctus suspicacem et miseria → Leichtgläubig ist ein Mann im Unglück und im Leid

Menander, Monostichoi, 183
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συντεχνίτης Medium diacritics: συντεχνίτης Low diacritics: συντεχνίτης Capitals: ΣΥΝΤΕΧΝΙΤΗΣ
Transliteration A: syntechnítēs Transliteration B: syntechnitēs Transliteration C: syntechnitis Beta Code: suntexni/ths

English (LSJ)

συντεχνίτου, ὁ, = σύντεχνος (fellow-craftsman, practising the same art, mate, fellow-workman), Glossaria, v.l. in Act. Ap. 19.25.

Greek (Liddell-Scott)

συντεχνίτης: [ῑ], -ου, ὁ, = τῷ ἑπομ., Γλωσσ.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ, θηλ. συντεχνίτις, -ιδος, και συντεχνίτισσα, Ν
σύντεχνος, ομότεχνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + τεχνίτης (< τέχνη)].

German (Pape)

[ῑ], ὁ, = σύντεχνος (?).