σφαλιστός

Revision as of 12:56, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και σφαληχτός και σφαλιχτός, -ή, -ό, Ν
1. κλεισμένος, κλειστός
2. περιορισμένος.
επίρρ...
σφαλιστά και σφαληχτά και σφαλιχτά Ν
κλειστά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. σφαλιστός < σφαλίζω, ενώ τα επίθ. σφαληχτός/ σφαλιχτός < σφαλώ / σφαλίζω, κατά το ανοιχτός].