σχιζίον

Revision as of 12:56, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)

English (LSJ)

τό, Dim. of σχίζα, Poll.10.111, Alciphr.Fr.6.

German (Pape)

[Seite 1056] τό, dim. von σχίζα, Pol. 10, 111.

Greek (Liddell-Scott)

σχιζίον: τό, ὑποκορ. τοῦ σχίζα. Πολυδ. Ι΄, 111, Ἀλκίφρονος Ἀποσπ. β· τεμάχιον ἄρτου, Κύριλλ. Σκυθοπ. ἐν βίῳ Σαβ. 251Α.

Greek Monolingual

τὸ, ΜΑ σχίζα
υποκορ. του σχίζα
μσν.
τεμάχιο άρτου.