σφαιρών

Revision as of 12:56, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)

English (LSJ)

ῶνος, ὁ,

   A round fishing-net, Opp.H.3.83.

Greek (Liddell-Scott)

σφαιρών: -ῶνος, ὁ, δίκτυον ἁλιευτικὸν στρογγύλον, σφαιροειδές, σὺν δὲ σαγήναις πέζαις καὶ σφαιρῶνας ὁμοῦ Ὀππ. Ἁλ. 3.83.

Greek Monolingual

-ῶνος, ὁ, Α
στρογγυλό αλιευτικό δίχτυ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφαῖρα + επίθημα -ών, -ῶνος
(πρβλ. σφηκ-ών)].