και σκισμάδα, η, Νσχισμή, ρωγμή, σχίσιμο («κυκλάμινο, κυκλάμινο στού βράχου τη σχισμάδα», Ρίτσος).[ΕΤΥΜΟΛ. < σχίσμα + κατάλ -άδα (πρβλ. ζαλ-άδα].