σχισμάδα

Revision as of 12:56, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και σκισμάδα, η, Ν
σχισμή, ρωγμή, σχίσιμοκυκλάμινο, κυκλάμινο στού βράχου τη σχισμάδα», Ρίτσος).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχίσμα + κατάλ -άδα (πρβλ. ζαλ-άδα].