Ναγκαλιάζω σφιχτά («μέσ' στα βράχια βρίσκουν / παραρριγμένα δυο κορμιά και σφιχταγκαλιασμένα», Κρυστ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < σφιχτός + αγκαλιάζω].