σφιχτός

From LSJ

To χάρις ὑμῖν οὕτω τίθησιν κτλ. → Thus he writes joy to you all, etc. (Cramer's Catena on 1 Thessalonians 1.1)

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό / σφίγκτός, -ή, -όν, ΝΜΑ, και σφικτός, -ή, -ό Ν
1. αυτός που σφίγγει, που περιβάλλει κάτι πιεστικά, που συσφίγγει (α. «σφιχτό παπούτσι» β. «σφιχτός κόμπος» γ. «σφιγκτότεροι τοῦ δέοντος οἱ ἐπίδεσμοι», Παύλ. Αιγ.)
2. καλά σφιγμένος (α. «σφιχτή βίδα» β. «σφιχτά χείλη» γ. «σφιγκτὸς στεφάνων ἀμφὶ κόμαισιν μίτος», Οππ.)
νεοελλ.
1. συμπαγής, πυκνός, πηχτός, κρουστός, σκληρός, σε αντιδιαστολή προς τον αραιό ή τον πλαδαρό (α. «σφιχτή ζύμη» β. «σφιχτά αβγά» γ. «σφιχτό κορμί»)
2. μτφ. α) πολύ φειδωλός, φιλάργυρος, τσιγγούνης («πολύ σφιχτός ο φίλος σου, μετράει και τη δεκάρα»)
β) δυσκοίλιος
μσν.-αρχ.
(για πρόσ.) καλά δεμένος («ἔστενον ἤδη οἷά τε χαλκείῃ σφιγκτὸς ἀλυκτοπέδη», Ανθ.Παλ.)
αρχ.
(το ουδ. πληθ. και το ουδ. συγκριτ. ως επίρρ.) σφιγκτά και σφιγκτότερον
πολύ σφιχτά, πολύ δυνατά (α. «μίτραν μαστοῖς σφιγκτὰ περιπλεκομέναν», Ανθ. Παλ.
β. «σφιγκτότερον πιέζοντος ἤπερ ὁ σχοῖνος», Ευστ.).
επίρρ...
σφιχτά/ σφιγκτῶς ΝΜΑ, και σφικτά Ν
με σφιχτό τρόπο.