σχετικισμός

Revision as of 12:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο, Ν
(φιλοσ.) η σχετικοκρατία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχετικός + ισμός απόδοση στην ελλ. του γαλλ. relativisme (< relatif «σχετικός»), βλ. και λ. σχετικοκρατία].