τανυμήκης

Revision as of 12:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)

English (LSJ)

ες,

   A long-stretched, tall, ἰτέαι AP6.170.

German (Pape)

[Seite 1067] ες, lang gestreckt, schlank, ἰτέαι, Thall. 3 (VI, 170).

Greek (Liddell-Scott)

τᾰνῠμήκης: -ες, ὁ τεταμένος εἰς ὕψος, ὑψηλός, ἰτέαι Ἀνθ. ΙΙ. 6. 170, Χρησμ. Σιβ. 1. 262.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
qui s’étend en longueur, allongé, élevé, de haute taille.
Étymologie: τανύω, μῆκος.

Greek Monolingual

-ύμηκες, Α
τεταμένος κατά μήκος, ψηλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανν- του ρ. τάνυμαι «τεντώνομαι» + -μήκης (< μῆκος), πρβλ. ἰσο-μήκης].