τανύω

From LSJ

Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart

Menander, Monostichoi, 473
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰνύω Medium diacritics: τανύω Low diacritics: τανύω Capitals: ΤΑΝΥΩ
Transliteration A: tanýō Transliteration B: tanyō Transliteration C: tanyo Beta Code: tanu/w

English (LSJ)

Il.17.391, etc.: A fut. -ύσω AP5.261 (Paul. Sil.); Ep. -ύω Od.21.152,174, τανύσσω Orph.L.181: aor. ἐτάνῠσα, Ep. ἐτάνυσσα Od.24.177; τάνυσσα Il.14.389; part. τανύσας Hp.Steril.244:—Med., Ep.fut. τανύσσομαι in pass. sense, Archil.3: Ep. aor. part. τανυσσάμενος Il.4.112:—Pass., 3sg. pf. τετάνυσται Od.9.116; part. τετανυμένος Gal.13.991, τετανυμμένος (sic) Dioscorus in PLit.Lond.98 ii 10: 3 fut. τετανύσσεται Orph.L.324: aor. ἐτανύσθην Hes.Th.177, etc., Ep. 3pl. τάνυσθεν Il.16.475, Od.16.175. [ῠ always, exc. ἐκτανῡειν (s.v.l.) in Anacreont.35.5.] Ep. Verb (used twice by Pi., never by Trag.):—stretch, strain, βοείην Il.17.390,391; ἶριν ib. 547; τ. βιόν string a bow, Od.24.177; οὐ μὲν ἐγὼ τανύω I cannot string it, 21.152, cf. 171,174 (so in Med., τὸ μὲν [τόξον].. τανυσσάμενος having strung his bow, Il.4.112, cf. Archil.3); of putting the strings to a harp, ῥηϊδίως ἐτάνυσσε νέῳ περὶ κόλλοπι χορδήν Od.21.407 (also in Med., ὀΐων ἐτανύσσατο χορδάς h.Merc.51); τ. κανόνα pull the weaving-bar in, in weaving, Il.23.761; ὅππως.. τανύσῃ βοέοισιν ἱμᾶσιν how to urge on [the horses], ib.324; ἐπὶ Ἀκράγαντι τανύσσας (sc. ὀϊστούς) having aimed them, Pi.O.2.91; ἐπ' Ἰσθμῷ ἅρμα τάνυεν was driving it to the Isthmus, ib.8.49; τ. ὦτα λόγοις lend attentive ear, AP7.562 (Jul.); τ. ὄμμα ἐπί τινος, ἐς οὐρανόν, ib.5.261 (Paul. Sil.), 9.188:—Pass., to be stretched or be strained, γναθμοὶ τάνυσθεν (for ἐτανύσθησαν) the hollow cheeks filled out, Od.16.175; τετάνυστο λαίφεα A.R.1.606.
2 metaph., strain, make more intense, μάχην Il.11.336; ἔριδα 14.389; κακὸν πόνον 17.401: more fully, ὁμοιίου πτολέμοιο πεῖραρ ἐπαλλάξαντες ἐπ' ἀμφοτέροισι τάνυσσαν (cf. ἐπαλλάσσω 1) 13.359:—Pass., strain or exert oneself, run at full stretch, of horses galloping, τανύοντο δὲ μώνυχες ἵπποι ἄψορρον προτὶ ἄστυ 16.375; ἐν ῥυτῆρσι τάνυσθεν ib.475; of mules, ἄμοτον τανύοντο Od.6.83.
II stretch out in length, lay out, lay, ἀνθρακιὴν στορέσας ὀβελοὺς ἐφύπερθε τάνυσσε Il.9.213; ἔγχος ἐπ' ἰκριόφιν τ. νεός Od.15.283; ἐτάνυσσε τράπεζαν set out a long table, 4.54, 15.137; τ. τινὰ ἐν κονίῃς, ἐπὶ γαίῃ, lay one in the dust, stretch him at his length, Il.23.25, Od.18.92; ἕνα δρόμον τ. form one long flight, of cranes, Arat.1011:—Pass., lie stretched out, τάπης τετάνυστο was spread, Il.10.156; σύες.. εὑόμενοι τανύοντο διὰ φλογός 9.468; ἐπ' αὐτῷ ἠλακάτη τετάνυστο Od.4.135; extend, νῆσος παρὲκ λιμένος τετάνυσται 9.116; τετάνυστο περὶ σπείους ἡμερίς 5.68; ἐτανύσθη πάντῃ he stretched himself every way, Hes.Th.177; ἐπὶ χθονὶ κεῖτο τανυσθείς Il.20.483, cf. 13.392, etc. (so in Med., κεῖτο τανυσσάμενος Od.9.298); also τρίβος τετάνυστο the path stretched away, Theoc.25.157; νὺξ τετάνυσται Arat.557; πλόος τ. A.R.4.1583 (dub. l.).

German (Pape)

[Seite 1068] (Nebenform von τείνω), fut. τανύσω, aor. ἐτάνυσα, ep. τάνυσσα, τανύσσαι, perf. τετάνυσμαι, aor. ἐτανύσθην, – spannen; häufig vom Spannen des Bogens, vom Aufziehen der Sehne, die, wenn der Bogen nicht gebraucht wird, abgespannt ist; absolut, Od. 21, 171 ff.; mit dem Zusatze τόξον u. ä., ῥηϊδίως δ' ἐτάνυσσε βιόν, 24, 177, auch med., τὸ μὲν τόξον εὖ κατέθηκε τανυσσάμενος ποτὶ γαίῃ, Il. 4, 112, nachdem er sich den Bogen gespannt hatte, Schol. ἔπαναβιβάσας τῇ κορώνῃ τὴν νευράν, wie Archil. 50, τόξα τανύσσεται; Saiten spannen, ῥηϊδίως ἐτάνυσσε νέῳ περὶ κόλλοπι χορδήν, Od. 21, 407. So auch ἶριν, Il. 17, 547; κανόνα, das Webschiff straff anziehen und weben, 23. 761, ἱμᾶσι τανύειν, mit ledernen Riemen ziehen und lenken, 23, 824. Dah. auch ἅρμα τανύεν ἐπὶ Ἰσθμῷ, Pind. Ol. 8, 49, den Wagen lenken. – Uebg der Lange nach ausdehnen, hinbreiten, hinstellen; ἀνθρακιὴν στορέσας, ὀβελοὺς ἐφύπερθε τάνυσσεν, Il. 9, 213; ἔγχος, Od. 15, 283; öfter παρὰ δὲ ξεστὴν ἐτάνυσσε τράπεζαν, Od., sie stellte der Länge nach den Tisch hin, κληϊδα, Od. 4, 442; τινὰ ἐν κονίῃς, ἐπὶ γαίῃ, Einen in den Staub, zu Boden strecken, Il. 23, 25 Od. 18, 92. – llebertr., anspannen, in heftige Spannung od. Bewegung setzen, heftig anregen; μάχην, Il. 11, 336, ἔριδα, 14, 389. 16, 662; πόνον, 17, 401; vollständig heißt es 13, 359 ἔριδος κρατερῆς καὶ ὁμοιΐου πολέμοιο πεῖραρ ἐπαλλάξαντες ἐπ' ἀμφοτέροισι τάνυσσαν, nachdem sie das Seil des Krieges unter einander geknüpft hatten, spannten sie es an, d. i. kämpften sie gegen einander mit angestrengter Kraft. – Pass. angespannt, straff werden, γναθμοὶ τάνυσθεν, für ἐτανύσθησαν, die vorher runzligen Wangen wurden straff und voll, Od. 16, 175, sich hinstrecken, ausdehnen, νῆσος παρὲκ λιμένος τετάν.υσται, 9, 116. τετάνυστο περι σπείους ἡμερίς, 5, 68; ἐτανύσθη πάντη, er streckte sich ringsher aus, Hes. Th. 177; τανυσθείς, hingestreckt, todt zu Boden gestreckt; τετανύσσεται, Orph. Lith. 319. – Übertr., sich anspannen, sich anstrengen, ἵπποι τανύοντο ἄψοῤῥον προτὶ ἄστυ, die Rosse eilten in gestrecktem Laufe zurück zur Stadt, Il. 16, 375; ἐν ῥυτῆρσι τάνυσθεν, von den Pferden, sie streckten sich aus in den Strängen, von der Lage des Pferdeleibes beim Laufe, 16, 475; von Maulthieren, ἄμοτον τανύοντο, Od. 6, 83. – [Nur Anacr. 8 hat υ in ἐκτανύειν lang.]

French (Bailly abrégé)

f. τανύσω, ao. ἐτάνυσα, pf. inus.
Pass. ao. ἐτανύσθην, pf. τετάνυσμαι;
1 tendre : βιόν OD la corde d'un arc ; βοείην IL une peau de bœuf ; ἱμᾶσι IL tendre (des chevaux) au moyen de rênes, càd diriger des chevaux en tenant les rênes tendues;
2 étendre, allonger : ὀβέλους IL étendre des broches ; τράπεζαν OD allonger, càd dresser une longue table ; τινα ἐπί γαίῃ OD étendre qqn à terre;
3 tendre fortement, donner de l'intensité à : μάχην IL laisser combattre (dans des conditions égales) ; ἔριδα IL rendre le combat plus intense ; πολέμοιο πεῖραρ ἐπ' ἀμφοτέροισι τ. IL rendre plus intense pour les deux partis à la fois le terme de la lutte, càd redoubler l'ardeur de la lutte;
Moy. τανύομαι;
I. tr. tendre pour soi : τόξον IL un arc;
II. intr. 1 s'étendre, s'allonger, être étendu, allongé;
2 se tendre avec effort, tendre de toutes ses forces vers, s'élancer impétueusement.
Étymologie: R. Ταν, tendre ; cf. τείνω.

Russian (Dvoretsky)

τᾰνύω: (fut. τανύσω - эп. τανύω)
1 натягивать (βιόν Hom.): τανυσσάμενος (sc. τόξον) Hom. натянув свой лук; τ. ἱμᾶσι Hom. натягивать вожжами, т. е. править конями; πολέμοιο πεῖραρ ἐπ᾽ ἀμφοτέροισι τάνυσσαν Hom. (боги) стянули между обоими узел брани;
2 править, управлять (ἅρμα Pind.);
3 растягивать (βοὸς βοείην Hom.): τ. τινὰ ἐπὶ γαίῃ Hom. валить кого-л. на землю;
4 протягивать, простирать (ὀβελούς Hom.): νῆσος τετάνυσται Hom. остров простерся;
5 расстилать (τάπης τετάνυστο Hom.);
6 расставлять, устанавливать (τράπεζαν Hom.);
7 досл. напрягать, перен. усиливать, разжигать (ἔριδα πτολέμοιο Hom.): τανύοντο ἵπποι Hom. мчались во весь опор кони;
8 настораживать (ὦτα λόγοις Anth.);
9 направлять или вперять (ὄμμα ἔς τι и ἐπί τινος Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

τᾰνύω: μέλλ. -ύσω Ἀνθ. Π. 5. 262, Χρησμ. Σιβ. 10. 82, Ἐπικ. -ύω ἐν Ὀδ. Φ. 152. 174, καὶ τανύσσω Ὀρφ. Λιθ. 179· ἀόρ. ἐτάνῠσα, Ἐπικ. ἐτάνυσσα, τάνυσσα Ὅμηρ., ὡσαύτως παρὰ τοῖς Ἴωσι πεζογράφοις, Ἱππ. 687. 2. - Μέσ., Ἐπικ. μέλλ. τανύσσομαι ἐπὶ παθητ. σημασ., Ἀρχίλ. 3· Ἐπικ. ἀόρ. μετοχ. τανυσσάμενος Ὅμηρ. - Παθ., μέλλ. γ΄ ἑνικ. τετανύσσεται Ὀρφ. Λιθ. 319· ἀόρ. ἐτανύσθην Ἡσ. Θ. 177, κλπ., Ἐπικ. πληθ. τάνυσθεν Ἰλ. Π. 475, Ὀδ. Η. 175, πρβλ. τάνυμαι, ἐπιτανύω, τείνω, τιταίνω. [ῠ ἀεί, πλὴν ἐκτανῡειν ἐν τοῖς Ἀνακρεοντ. 38. 5]. Ἐπικρ. ῥῆμα (ἐν χρήσει δὶς παρὰ Πινδ., οὐδαμοῦ παρὰ τοῖς Τραγ.), ἐκτείνω, τεντώνω, κοινῶς «τανίζω», βοείην Ἰλ. Ρ. 390, 391 ἶριν Ρ. 547 τ. βιόν, τεντώνω τὸ τόξον σύρων τὴν χορδήν, Ὀδ. Ω. 176· οὐ μὲν ἐγὼ τανύω, δὲν δύναμαι νὰ τὸ τεντώσω, Φ. 152, πρβλ. 171 κἑξ.· καὶ ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, τὸ μὲν τόξον... τανυσσάμενος, τανύσας τὸ τόξον του, Ἰλ. Δ. 112, πρβλ. Ἀρχίλ. 3· - ἐπὶ τῆς τοποθετήσεως χορδῶν ἐπὶ τῆς φόρμιγγος, ῥηιδίως ἐτάνυσσσε νέῳ ἐπὶ τῆς φόρμιγγος, ῥηιδίως ἐτάννυσε νέῳ ἐπὶ κόλλοπι χορδὴν Ὀδ. Φ. 407· τανύσσασθαι χορδὰς Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 51· ὡσαύτως, τανύειν κανόνα, δηλ. τὸν ἱστουργικὸν κανόνα, ὑφαίνειν, Ἰλ. Ψ. 761· ὅπως... τανύσῃ βοέοισιν ἱμᾶσιν, συγκρατήσῃ, ἀναχαιτίσῃ [τοὺς ἵππους], αὐτόθι 324, πρβλ. ἐπιτανύω· - ὡσαύτως παρὰ Πινδ., ἐπὶ Ἀκράγαντι τανύσσας (ἐξυπακουομ. ὀϊστούς), «σκοπεύσας» πρός..., Ο. 2. 165· ἅρμα τάνυεν ἐπὶ Ἰσθμῷ, ὡδήγει αὐτὸ πρὸς τὸν Ἰσθμόν, αὐτόθι 8. 65· ὡσαύτως, τανύειν ὦτα λόγοις, προσέχειν, Ἀνθ. Π. 7. 562 τ. ὄμμα ἐπί τινος, ἔς τι αὐτόθι 5. 262., 9. 188. - Παθητ., ἐκτείνομαι, τεντώνομαι, γναθμοὶ τάνυσθεν (ἀντὶ ἐτανύσθησαν), αἱ κοῖλαι γνάθοι ἐπληρώθησαν, Ὀδ. Π. 175· τετάνυστο λαίφεα Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 606. 2) μεταφορ., τεντώνω, δηλ. θέτω εἰς σφοδρὰν κίνησιν, ἐπιτείνω ἔτι μᾶλλον, ποιῶ σφοδρότερον, μάχην Ἰλ. Λ. 336 ἔριδα Ξ. 389· κακὸν πόνον Ρ. 401· - αὕτη εἶναι μεταφορικὴ σημασία πληρέστερον ἐκφερομένη ἐν Ν. 359, ὁμοιίου πολέμοιο πεῖραρ ἐπαλλάξαντες ἐπ’ ἀμφοτέροισι τάνυσσαν (ἴδε ἐν λέξ. ἐπαλλάσσω Ι), πρβλ. ὡσαύτως συντανύω. - Παθ., τεντώνομαι, ἐντείνω τὰς δυνάμεις μου, προσπαθῶ, τρέχω πάσῃ δυνάμει, ἐπὶ ἵππων τρεχόντων δρομαίως, τανύοντο δὲ μώνυχες ἵπποι ἄψορρον προτὶ ἄστυ Ἰλ. Π. 375· ἐν ῥυτῆρσι τάνυσθεν ΙΙ. 475· ἐπὶ ἡμιόνων, ἄμοτον τανύοντο Ὀδ. Ζ. 83. ΙΙ. ἐκτείνω κατὰ μῆκος, ἁπλώνω, ἀνθρακιὴν στορέσας ὀβελοὺς ἐφύπερθε τάνυσσεν Ἰλ. Ι. 213· ἔγχος ἐπ’ ἰκριόφιν νεὸς Ὀδ. Ο. 283· τράπεζαν τ., στρώνω μακράν, ἐκτεταμένην τράπεζα, τ. τινὰ ἐν κονίῃς, ἐπὶ γαίῃ, ἐξαπλώνω κατὰ μῆκος εἰς τὴν πόλιν, κτλ., Ἰλ. Ψ. 25, Ὀδ. Σ. 92· ἕνα δρόμον τ., σχηματίζω μίαν μακρὰν σειράν, ἐπὶ γεράνων, Ἄρατ. 1011. Παθ., τάπης τετάνυστο, ἦτο ἡπλωμένος, Ἰλ. Κ. 156· σύες... εὑόμενοι τανύοντο διὰ φλογὸς Ι. 468, κτλ.· ἐπ’ αὐτῷ ἠλακάτη τετάνυστο Ὀδ. Δ. 135· ἐκτείνομαι, νῆσος παρὲκ λιμένος τετάνυσται Ι 116 τετάνυστο περὶ σπείους ἡμερὶς Ε 68 ἐτανύσθη πάντῃ, ἐξέτεινεν ἑαυτὸν κατὰ πᾶσαν διεύθυνσιν, ἐτεντώθη, Ἡσ. Θ. 177 ἐπὶ χθονὶ κεῖτο τανυσθεὶς Ἰλ. Υ. 483. Ν. 392, κτλ.· (οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, κεῖτο τανυσσάμενος Ι. 298)· - ὡσαύτως, τρίβος τετάνυστο, ἡ ἀτραπὸς ἦτο ἐκτεταμένη, Θεόκρ. 25. 157· νὺξ τετάνυσται Ἄρατ 557· πλόος τ. Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1583.

English (Autenrieth)

(Att. τείνω), aor. (ἐ)τάνυ(ς)σα, mid. pres. τάνυται, ipf. τανύοντο, aor. part. τανυσσάμενος, pass. perf. τετάνυσται, plup. τετάνυστο, aor. 3 pl. τάνυσθεν, part. τανυσθείς: I. act., stretch, strain, extend, as in ‘stringing’ a bow, a lyre, Od. 21.407, 409; ‘holding horses to their speedwith the reins, Il. 23.324; ‘drawing’ the shuttle to and fro in weaving, Il. 23.761; and in general of ‘arranging’ anything long or broad, spears, spits, tables, Il. 9.213, Od. 15.283, Od. 1.138. Metaph., ἔριδα πολέμοιο, μάχην, πόνον, ἔριδος πεῖραρ, Ξ 3, Il. 13.359.—II. pass. and mid., be stretched or extended, be tight; the cheeks ‘became fullagain, Od. 16.175; of mules, horses ‘stretching out,’ ‘laying themselves out’ to run, Il. 16.375, Od. 6.83; νῆσος τετάνυσται, ‘extends,’ Od. 9.116.— Mid., subjectively, Il. 4.112; reflexive, Od. 9.298.

English (Slater)

τᾰνῠω stretch, direct ἐπί τοι Ἀκράγαντι τανύσαις (sc. τόξον) αὐδάσομαι (O. 2.91) ἐπ' Ἰσθμῷ ποντίᾳ ἅρμα θοὸν τάνυεν (O. 8.49) met., ξείνἰ ἁρμόζοντα τεύχων πᾶσαν ἐυφροσύναν τάνυεν ( stretched joy to its full extent, Gildersleeve) (P. 4.129)

Greek Monolingual

ΝΜΑ, και τανύζω και μέσ. τ. τανιέμαι και τανυέμαι ή τανυούμαι Ν
1. εκτείνω, τεντώνω κάτι και κυρίως απλώνω κάτι διάπλατα
2. (κυρίως σχετικά με τόξα, χορδές) τεντώνω κάτι όσο είναι δυνατόν
νεοελλ.
μέσ. τανύομαι και τανιέμαι και τανυέμαι και τανυούμαι
α) εκτείνω τα μέλη του σώματος μου λόγω κοπώσεως, ατονίας ή ασθένειας
β) σφίγγομαι κατά την αποπάτηση ή κατά τον τοκετό
αρχ.
1. κατευθύνω, οδηγώ κάτι προς μια κατεύθυνση («ἐπ' Ἰσθμῷ... ἅρμα... τάνυεν», Πίνδ.)
2. εκτείνω κάτι σε μήκος, απλώνω («παρὰ δὲ ξεστὴν ἐτάνυσσε τράπεζαν», Ομ. Οδ.)
3. (για πτηνά κατά την πτήση τους) σχηματίζω σειρά που εκτείνεται σε μεγάλο μήκος
4. (μέσ. και παθ.) α) εντείνω τις δυνάμεις μου, καταβάλλω κάθε δυνατή προσπάθεια
β) (για άλογα) τρέχω με όλη μου τη δύναμη
5. μτφ. α) προσδίδω σε κάτι μεγαλύτερη ένταση, επιτείνω («ἔριδα πτολέμοιο τάνυσσαν», Ομ. Ιλ.)
β) διεγείρω, παροξύνω («ἔριδος κρατερῆς καὶ ὁμοιΐου πολέμοιο πεῖραρ ἐπαλλάξαντες ἐπ' ἀμφοτέροισι τάνυσσαν», Ομ. Ιλ.)
6. φρ. α) «τανύειν τὰ ὦτα» — ένταση της προσοχής, το να δίνει κανείς προσοχή σε κάτι (Ιουλ. Αιγ.)
β) «τανύειν ὄμμα ἐπὶ τίνος [ή ἔς τινα]» — το να στρέφει κανείς το βλέμμα του σε κάποιον ἡ σε κάτι (Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. τανύω σχηματίστηκε δευτερογενώς από τον αρχ. ενεστ. τάνυμαι, κατά τα θεματικά βαρύτονα φωνηεντόληκτα της α' συζυγίας. Από τον αόρ. ἐτανύσθην, που έδινε την αίσθηση ρήματος σε -ίζω (πρβλ. ἐνομίσθην), σχηματίστηκε ο νεοελλ. τ. τανύζω, -ομαι].

Greek Monotonic

τᾰνύω: μέλ. τανύσω, Επικ. τανύω· αόρ. ἐτάνῠσα, Επικ. ἐτάνυσσα, τάνυσσα — Μέσ., Επικ. μτχ. αορ. τανυσσάμενος — Παθ., αόρ. ἐτανύσθην, Επικ. γʹ πληθ. τάνυσθεν, γʹ ενικ. παρακ. τετάνυσμαι· (τείνω
I. 1. εκτείνω, τεντώνω, σε Ομήρ. Ιλ.· τανύω βιόν, τεντώνω το τόξο, σε Ομήρ. Οδ.· και Μέσ., τόξον τανυσσάμενος, έχοντας τεντωμένο το τόξο του, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για την τοποθέτηση χορδών στην άρπα, ἐτάνυσε χορδήν, σε Ομήρ. Οδ.· τανύω κανόνα, σπρώχνω τον υφαντουργικό κανόνα δυνατά, δηλ. υφαίνω, σε Ομήρ. Ιλ.· ὅπως τανύσῃ, όταν χαλιναγωγήσει, συγκρατήσει (τα άλογα), στο ίδ.· ἐπὶ Ἀκράγαντι τανύσσας (ενν. ὀϊστούς), έχοντας σκοπεύσει αυτούς, σε Πίνδ. — Παθ., γναθμοὶ τάνυσθεν (αντί ἐτανύσθησαν), τα βαθουλωμένα μάγουλα φούσκωσαν, γέμισαν, σε Ομήρ. Οδ.· τρέχω με όλη μου τη δύναμη, λέγεται για άλογα που καλπάζουν, σε Όμηρ.
2. μεταφ., εντείνω, κάνω κάτι πιο δυνατό, τανύω μάχην, σε Ομήρ. Ιλ.· ἔριδα πολέμοιο πεῖραρ τάνυσσαν, εντείνω τον αγώνα για επικράτηση, στο ίδ.
II. εκτείνω κατά μήκος, απλώνω, σε Ομηρ.· τανύωτινὰ ἐν κονίῃς, ἐπὶ γαίῃ, απλώνω κάποιον κατά μήκος στη σκόνη, τον ξαπλώνω κάτω στο χώμα, στον ίδ. — Παθ., στέκομαι τεντωμένος, στον ίδ.· εκτείνομαι, σε Ομήρ. Οδ.· ἐπὶ χθονὶ κεῖτο τανυσθείς, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης, τρίβος τετάνυστο, το μονοπάτι, η διαδρομή ήταν μακριά, σε Θεόκρ.

Middle Liddell

τείνω
I. to stretch, strain, stretch out, Il.; τ. βιόν to string a bow, Od.; and in Mid., τόξον τανυσσάμενος having strung his bow, Il.:—of putting the strings to a harp, ἐτάνυσσε χορδήν Od.; τ. κανόνα to push the weaving-bar tight, i. e. to weave, Il.; ὅπως τανύσηι when he reins in [the horses], Il.; ἐπὶ Ἀκράγαντι τανύσσας (sc. ὀϊστούς) having aimed them, Pind.:—Pass., γναθμοὶ τάνυσθεν (for ἐτανύσθησαν) the hollow cheeks filled out, Od.; to run at full stretch, of horses galloping, Hom.
2. metaph. to strain, make more intense, μάχην Il.; ἔριδα πολέμοιο πεῖραρ τάνυσσαν strained the tug of war, Il.
II. to stretch out, lay along, lay, Hom.; τ. τινὰ ἐν κονίηις, ἐπὶ γαίηι to lay one in the dust, stretch him at his length, Hom.:—Pass. to lie stretched out, Hom.: to extend, Od.; ἐπὶ χθονὶ κεῖτο τανυσθείς Il.:—also, τρίβος τετάνυστο the path stretched away, Theocr.