σχολασμός: ὁ, αὐτὰ ἔλεγε καὶ σχολασμὸν δεν εἶχε, τελειωμὸν δὲν εἶχεν, Ἀκρ. ἔπος ἔκδ. Ἀντ. Μηλιαράκη στίχ. 2672.
ὁ, Μ σχολάζωσταμάτημα, τελειωμός («αὐτὰ ἔλεγε καὶ σχολασμὸν δὲν εἶχε», Διγεν. Ακρ.).