ταχυδακτυλουργός
Greek Monolingual
ο, η, Ν
ο επιδέξιος στην εκτέλεση ταχυδακτυλουργιών, ο ικανός να εκτελεί με γρήγορες κινήσεις τών χεριών απατηλά και εκπληκτικά για τους θεατές τεχνάσματα, θαυματοποιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ- + δάκτυλος + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. ξυλ-ουργός. Η λ. μαρτυρείται από το 1874 στον Δ. Κερεστετζόπουλο].