τέλεση

Revision as of 12:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η / τέλεσις, -έσεως, ΝΜΑ τελῶ
1. η εκτέλεση, η πραγματοποίηση (α. «η τέλεση της εορτής» β. «ἵνα τέλεσιν τὴν ταχίστην λάβῃ τὰ λειτουργήματα», πάπ.)
2. (στο Βυζ.) είδος φόρου.