τεράζω

Revision as of 12:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)

English (LSJ)

or (acc. to Hdn.Gr.1.443) τερᾴζω,

   A interpret portents or prodigies, A.Ag.125 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1092] Zeichen deuten, auslegen, weissagen, οὕτω δ' εἶπε τεράζων, Aesch. Ag. 124. Auch = τερατεύομαι, Phot. lex.

Greek (Liddell-Scott)

τεράζω: ἢ (κατὰ τὸν Ἡρῳδιαν. π. μον. λέξ. 23) τερᾴζω, τερατεύω, ἑρμηνεύω τὰ τέρατα, δηλ. τὰ σημεῖα, Αἰσχύλ. Ἀγ. 125, πρβλ. ματάζω, σφαδάζω.

French (Bailly abrégé)

interpréter des présages, prophétiser.
Étymologie: τέρας.

Greek Monolingual

και τερᾴζω, Α τέρας
ερμηνεύω, εξηγώ θεϊκά σημάδια.