ερμηνεύω
Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten
Greek Monolingual
(AM ἑρμηνεύω, Α δωρ. τ. έρμανεύω) ερμηνεύς
1. διασαφηνίζω, εξηγῶ, αναπτύσσω κάτι κατά τρόπο σαφή και κατανοητό
2. (για έργα τέχνης) κατανοώ βαθιά ή εκτελώ με επιτυχία θεατρικό ή μουσικό έργο
3. μεταγλωττίζω από μια γλώσσα σε άλλη
4. (νομ.) εξακριβώνω την αληθινή έννοια ενός νόμου
μσν.- νεοελλ.
μεταφράζω αρχαίο κείμενο
μσν.
1. δίνω απάντηση
2. (για διήγηση) εκθέτω, αναπτύσσω
3. δηλώνω, γνωστοποιώ
4. κάνω λόγο για κάποιον, αναφέρομαι σε κάποιον
5. δίνω εντολή
6. συνιστώ κάποιον σε έναν άλλο, γίνομαι προξενητής
αρχ.
1. με λέξεις εκφράζω τα νοήματα μου
2. περιγράφω («ἑρμηνεύειν τὸν Νεῖλον»)
3. ομιλώ μέ σωστή άρθρωση
4. μέσ. ἑρμηνεύομαι
εξηγώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερμηνεύς. Στη Νέα Ελληνική χρησιμοποιείται και ο τ. ορμηνεύω < σ’ορμηνεύω < σου ερμηνεύω (πρβλ. οχτρός < ο εχθρός), με τη σημασία όμως «καθοδηγώ, νουθετώ»].