ταὐτολογία

Revision as of 12:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)

English (LSJ)

ἡ, = foreg., D.H.Comp.23, Ph.1.529, Quint.Inst. 8.3.50: pl. in Plu.2.504d.

German (Pape)

[Seite 1074] ἡ, Wiederholung des bereits Gesagten, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ταὐτολογία: ἡ, ὡς καὶ νῦν, τὸ ταυτολογεῖν, λέγειν τὰ αὐτά, Διον. π. Συνθ. 23, Φίλων Ι, 529, 45, κλπ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
redite, tautologie.
Étymologie: ταὐτολόγος.

Greek Monolingual

η / ταὐτολογία, ΝΜΑ ταὐτολόγος
το να λέει κανείς τα ίδια πράγματα
νεοελλ.
1. (λογ.) πρόταση της οποίας το υποκείμενο και το κατηγορούμενο είναι ή εκφράζουν ίδια έννοια, όπως λ.χ. φως είναι αυτό που φωτίζει
2. (συμβολ. λογ.) πρόταση η οποία, στο πλαίσιο ενός τυπικού συστήματος, είναι αληθής όπως και αν ερμηνευθεί, όπως λ.χ. εάν xείναι κόκκινο, τότε το xείναι έγχρωμο.