αληθής
εἰς δὲ θεοὺς ἀσεβείας τε καὶ εὐσεβείας καὶ γονέας καὶ αὐτόχειρος φόνου μείζους ἔτι τοὺς μισθοὺς διηγεῖτο → and he had still greater requitals to tell of piety and impiety towards the gods and parents and of self-slaughter
Greek Monolingual
-ές (Α ἀληθής)
1. ο μη κρυφός, φανερός, ακριβής, αψευδής, ορθός, σύμφωνος με τα πράγματα
2. (για πρόσωπα) αυτός που λέει την αλήθεια, ο φιλαλήθης
3. (για πράγματα) αυτός που ειπώθηκε με ειλικρίνεια, ο αληθινός
4. (για πρόσωπα, έννοιες και πράγματα) αυτός που πραγματικά υπάρχει, γνήσιος, αυθεντικός
5. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀληθές
η αλήθεια
6. επίρρ. ἀληθῶς
πραγματικά, ειλικρινά
αρχ.
1. αυτός που δεν ξεχνά, επιμελής, προσεχτικός
2. (για χρησμούς, όνειρα κ.λπ.) αυτός που επαληθεύεται, που εκπληρώνεται
3. (το ουδέτερο ως επίρρημα ειρωνικά) ἄληθες
πραγματικά, αλήθεια
4. (το επίρρ. με το ὡς για επίταση) «ὡς ἀληθῶς» — πραγματικά, αναμφισβήτητα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Επίθετο, που αρχικά προσδιόριζε πράγματα ή γεγονότα και σήμαινε «αυτός που δεν είναι δυνατό να κρυφτεί», «πραγματικός» σε αντίθεση με το επίθ. ψευδής. Μετά τον Όμηρο το επίθ. προσδιόριζε και πρόσωπα με τη σημασία «αυτός που δεν εξαπατά, που δεν λέει ψέματα», επομένως «φιλαλήθης». Από το επίθ. ἀληθὴς προήλθε το αφηρημένο ουσιαστικό ἀλήθεια, που σημαίνει κυριολεκτικά «κατάσταση στην οποία τίποτε δεν είναι κρυφό», επομένως «πραγματική κατάσταση» —σε αντίθεση με το ψεῦδος— και προκειμένου για πρόσωπα. σημαίνει «ειλικρίνεια». Η λ. αλήθεια χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα ως όρος στη φιλοσοφία, όπου συνήθως δηλώνει «κατάσταση γνώσεως, ανακλήσεως αναμνήσεως» σε αντίθεση με τη λήθη. Ετυμολογικά το επίθ. ἀληθής, που αντικατέστησε τη λ. ἐτεός, θεωρείται σύνθετο με α' συνθ. ἀ- στερητ. και β' το ουσ. λῆθος (δωρικά λᾶθος) ή λήθη «λησμονιά», χωρίς να αποκλείεται η απευθείας σύνδεση του επιθ. με το ρ. λήθω) (παράλληλος τ. του ρ. λανθάνω).
ΠΑΡ. αλήθεια, αληθεύω, αληθινός
αρχ.
ἀληθίζομαι
μσν.
ἀληθικός.
ΣΥΝΘ. αληθογνωσία. αληθοποιώ
αρχ.
ἀληθόμαντις, άληθόμυθος, ἀληθορκώ, ἀληθουργής
μσν.
ἀληθοσοφία
νεοελλ.
αληθομανής, αληθοφανής, αληθοφοβία, αναλήθης, φιλαλήθης.