τετρώρυγος

Revision as of 12:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)

English (LSJ)

ον,

   A = τετρόργυιος, X.Cyn.2.5; cf. δι-, δεκ-ώρυγος.

Greek (Liddell-Scott)

τετρώρυγος: -ον, = τετρώργυιος, Ξεν. Κυν. 2, 5, πρβλ. δι-, δεκώρυγος.

Greek Monolingual

-ον, Α
τετρόργυιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -ώρυγος, σπάνια μορφή με την οποία απαντά ως β' συνθετικό η λ. ὀργυιά (πρβλ. πεντ-ώρυγος)].